Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

"..Ήθελα να χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο.."

Η ιστορία ένος κρατούμενου ανθρώπου

Μας λέει όσα πέρασε μέσα από τα κάγκελα..
Εκείνη την μέρα είχα μια πάρα πολύ ωραία μέρα αφού ήταν Δευτέρα του κατακλυσμού και ως γνήσιος κύπριος είχα πάει με δύο φίλους μου στο πανηγύρι στην Λάρνακα. Αποφασίσαμε να μείνουμε μέχρι αργά μέχρι που επιστρέφαμε στο χωριό μας.  Όλα κυλούσαν ομαλά , αφήσαμε τον ένα τον παρέα στο σπίτι του και συνεχίσαμε την διαδρομή για να πάμε και εμείς στα σπίτια μας , 10 λεπτά πριν φτάσουμε να πάμε στο σπίτι, ένα περιπολικό της αστυνομίας μας ανέκοψε τον δρόμο και μας είπαν πως θα γινόταν εξακρίβωση στοιχείων όμως κανένας από τους δύο μας δεν είχε ταυτότητα μαζί του.
Έτσι μας είπαν πως θα μας πάνε στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων όπου τελικά μέσα από ψευδή τους κατάθεση μας ενέπλεξαν σε μια ψευδή ιστορία και μας ανακοίνωσαν πως θα μείνουμε το βράδυ στο σταθμό.  Αντικρίζοντας την πόρτα του κελιού όπου θα διέμενα το βράδυ και έχοντας υπόψη μου ότι το πρωί θα έφευγα για να πάω στο σπίτι μου δεν ένιωσα κάποιο συναίσθημα γιατί ήξερα πως το πρωί θα έφευγα όπως μου είχαν πει.
Ξυπνώντας λοιπόν το πρωί μας ανακοίνωσαν πως θα παραμείνουμε για αρκετές μέρες στα κρατητήρια.  Τότε άρχισα να νιώθω διαφορετικά , να αισθάνομαι διαφορετικά , ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για μένα και ειδικά το ότι θα το περνούσα αυτό χωρίς κανένα λόγω αλλά γιατί κάποιοι ήθελαν να παίξουν μαζί μας και  με την ψυχολογία μας και όπου έγινε.  Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν κοιμόμουνα γιατί δεν ήξερα τι ώρα είναι ήταν δώδεκα το βράδυ και επειδή δεν έβλεπα το φως γιατί ήμουν μόνος μέσα σε τέσσερις τοίχους χωρίς να μπορώ να δω το φως του ήλιου νόμιζα πως ήταν έξι το πρωί.
Πάθαινα κρίσης πανικού μόνος σε ένα δωμάτιο και πήγαινα στη πόρτα του κελιού και ούρλιαζα βρίζοντας τους αστυνομικούς αφού η σύλληψη μου δεν έστεκε, ήθελα να φύγω να πάω στο σπίτι μου να κάνω μπάνιο αλλά δεν μπορούσα να φύγω ήμουν κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους ,χωρίς να ξέρω τι κάνουν τα δικά μου άτομα , που είναι , πως παίρνουν.  Ένιωθα πως με πλάκωναν οι τέσσερις τοίχοι χωρίς να μπορώ να αποδράσω  , χωρίς να μπορώ να αντιδράσω .  Για οκτώ μέρες που ήμουν στα κρατητήρια ένιωθα σαν να ήταν ένας μήνας και περισσότερος , δεν περνούσαν οι μέρες , οι ώρες , ούτε καν τα λεπτά, οι μόνες στιγμές που κυλούσαν σαν νερό ήταν οι στιγμές όπου τα δικά μου άτομα έρχονταν να με επισκεφθούν και λες και οι δείκτες του ρολογιού να περνούσαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα , δεν φτάναμε να πούμε ένα «γεια» και ο χρόνος στο δευτερόλεπτο έληγε και αμέσως μετά με έπαιρναν πίσω στο κελί μου.
Υπήρξαν στιγμές που ήθελαν να σπάσω το κεφάλι μου στο τοίχο ήθελαν να φύγω, προσπαθούσα να σκεφτώ το πώς δεν είμαι εκεί μέσα αλλά είμαι στο καναπέ στο σπίτι μου πίνοντας το φραπέ μου και βλέποντας τηλεόραση ήθελα με κάποιο τρόπο να ξεφύγω από την πραγματικότητα και να πάω σε μια εικονική πραγματικότητα που ο νους μου χρειαζόταν. Δεν έβλεπα καθόλου το φως του ηλίου αφού οι αστυνομικοί δεν μας επέτρεπαν να βγούμε έστω και για λίγα λεπτά στο προαύλιο του σταθμού ,μας είχαν κλειδωμένους στο κελί εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο .

Ήταν μια φρικτή εμπειρία που δεν θέλω να ξαναζήσω πότε στη ζωή μου.

Επιτέλους είχε φτάσει η μέρα της αποφυλάκισης μου και έκλεισα πίσω μου την πόρτα του σταθμού με το φώς του ήλιου να μου χτυπάει στα μάτια λες και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβγαινα έξω και αντίκριζα το έντονο φως του ήλιου.  Πήρα το κλειδιά του αυτοκίνητου μου και πήγα στο πρώτο περίπτερο που βρήκα και πήρα ένα καφέ και ένα κουτί τσιγάρα και πήγα στο σπίτι να κάνω μπάνιο.  Ένιωθα και πάλι ελεύθερος και πως έχω πάλι πίσω τη ζωή που μου ανήκει χωρίς να με περιορίζει κάποιος με το πότε θα βγω από κάπου και το πότε θα μιλήσω στα δικά μου άτομα και θα μπορώ να κάνω ότι θέλω χωρίς περιορισμούς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: